καροτσάδα

καροτσάδα
η
περίπατος με καρότσα: Κάναμε μια καροτσάδα και γυρίσαμε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καροτσάδα — η διαδρομή, περίπατος με καρότσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσα + κατάλ. άδα (πρβλ. αυτοκινητ άδα, βαρκ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • καρροτσάδα — η βλ. καροτσάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”